Oι περισσότεροι την επιλέγουν για να γιορτάσουν κάποια ξεχωριστή επέτειο, ένα σημαντικό προσωπικό, επαγγελματικό ή κοινωνικό γεγονός, καθώς, ως γνωστόν, τη συναντάμε συνήθως σε επίσημες εκδηλώσεις, μεγάλες δεξιώσεις, δεξιώσεις γάμου με το κόψιμο της τούρτας και φυσικά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο χαρακτηριστικός ήχος του φελλού, σηματοδοτεί την έναρξη της γιορτής και ο αφρώδης οίνος ξεκινά να ρέει άφθονος προσθέτοντας μαγικά στη γιορτή μια αίσθηση πολυτέλειας.
Κρασί με γαλλική καταγωγή και ονομασία προέλευσης...
Ο όρος « σαμπάνια » είναι η κατοχυρωμένη ονομασία προέλευσης για τον αφρώδη οίνο που παράγεται, αποκλειστικά και μόνο, στην περιοχή της Καμπανίας (Champagne) της βορειοανατολικής Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και το όνομα της. Σε μία έκταση 33.000 εκταρίων, τα οποία ανήκουν σε 15.000 ιδιοκτήτες, οι οποίοι παράγουν 5.000 διαφορετικές ποικιλίες και όπου το κλίμα και οι θερμοκρασίες είναι σχεδόν μονίμως χαμηλές.
Αν δηλαδή, ο αφρώδης οίνος που έχετε στο ποτήρι σας δεν είναι από τη συγκεκριμένη περιοχή, απλά δεν είναι...σαμπάνια. Για να είμαστε λοιπόν τυπικοί πρέπει να επισημάνουμε εδώ, ότι ενώ πολλοί είναι αυτοί που σήμερα χρησιμοποιούν τον όρο « σαμπάνια » γενικά για οποιοδήποτε αφρώδες κρασί, οι Γάλλοι είναι αυτοί που είχαν το νόμιμο δικαίωμα να αποκαλούν τα κρασιά τους « σαμπάνια » για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο κανόνας αυτός, κατοχυρώθηκε, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, με τη Συνθήκη της Μαδρίτης η οποία υπογράφηκε το 1891, ενώ η Συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησε, τον επιβεβαίωσε. Στην πράξη τώρα, στις μέρες μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλει στην προστασία αυτής της αποκλειστικότητας, αν και ορισμένοι Αμερικανοί παραγωγοί, έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον όρο « σαμπάνια » στις ετικέτες τους, εάν είχαν τη χρήση αυτού πριν από τις αρχές του 2006. Και το φαινόμενο αυτό το συναντάμε ευρέως ανά τον κόσμο, αφού λόγω της φήμης της αυθεντικής σαμπάνιας, πολλά αφρώδη κρασιά έχουν καταχραστεί την ονομασία της, παρά την προστατευμένη της ονομασία προέλευσης.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν ότι οι προϋποθέσεις παραγωγής ενός αφρώδους οίνου, αλλά και η προέλευση του ( από την ομώνυμη οινοπαραγωγό περιοχή της Γαλλίας) θα πρέπει να είναι απολύτως συγκεκριμένες για να μπορεί να φέρει τον τίτλο « σαμπάνια ». Να σημειώσουμε επίσης ότι δε λείπουν και οι χώρες εκείνες που παράγουν φθηνά υποκατάστατα της σαμπάνιας, τα οποία βεβαίως φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη ζήτηση, κυρίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Η ιστορία της σαμπάνιας ...
Χαμένη, όπως συμβαίνει και με άλλους τύπους διάσημων κρασιών, μεταξύ μύθου και πραγματικότητας η ιστορία της σαμπάνιας μας μεταφέρει σε εποχές παλαιότερες από τον Μεσαίωνα, καθώς στην Καμπανία υπήρχε από τόσο παλιά παραγωγή κρασιού.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Αν αναρωτιέστε πως ξεκίνησε η παραγωγή της σαμπάνιας, θα σας απαντήσουμε αυτό που λένε οι ιστορικοί : από τους Ρωμαίους. Και έχουν δίκιο, μόνο που η παραγωγή της τότε σαμπάνιας είχε μια ιδιομορφία : δε μπορούσε να μεταφερθεί σε μπουκάλια.
Ο Jean – Pierre Redon από τον οίκο Taittinger της Reims που αποτελεί ένα από τους πιο γνωστούς οίκους παραγωγής σαμπάνιας στον κόσμο αναφέρει :«Για να χτιστεί η πόλη μας, η πρωτεύουσα τότε της ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας, που ονομαζόταν Durocortorum, χρειαζόταν οικοδομικό υλικό και οι Ρωμαίοι άρχισαν να σκάβουν το έδαφος που είχε ασβεστογενή πετρώματα και έκτισαν την Reims με τέτοιες πέτρες.» Έτσι δημιουργήθηκαν όμως στο υπέδαφος της νεοϊδρυθείσας πόλης τεράστιες κοιλότητες. 700 χρόνια μετά όσοι καλλιεργούσαν αμπελώνες αποφάσισαν να τις χρησιμοποιήσουν σαν κελάρια: «Οι Βενεδικτίνοι μοναχοί τον 13ο αιώνα, στον Μεσαίωνα, άρχισαν να χρησιμοποιούν τις κοιλότητες αυτές σαν κελάρια για τα κρασιά τους, αφού τις συνέδεσαν μεταξύ τους με δαιδαλώδεις διαδρόμους.»
Τον 16ο και 17ο αιώνα το κρασί της Καμπανίας ήταν πια γνωστό στη γαλλική αυλή και σε πολλούς Γερμανούς, Ιταλούς και Ισπανούς εμπόρους. Και κάπου εδώ εμφανίζεται ο Dom Pérignon, ο υπαρκτός Βενεδικτίνος μοναχός (1639– 1715) του οποίου το όνομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την σαμπάνια. Ο Dom Pérignon ήταν λοιπόν chef de cave, υπεύθυνος δηλαδή στη κάβα του Αβαείου του Hautevillers, όπου την εποχή εκείνη παράγονταν τα πιο ονομαστά κρασιά της χώρας. Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, αυτός ήταν που έδωσε στην σαμπάνια τη σημερινή της μορφή, την αφρώδη δηλαδή σύσταση της, έστω και αν οι ιστορικοί σήμερα πια απορρίπτουν κάτι τέτοιο, εκτιμώντας ότι η σαμπάνια απέκτησε τη σημερινή αφρώδη σύσταση της σιγά – σιγά, χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση. Ο εν λόγω μοναχός, αντίθετα με όσα πιστεύουν πολλοί, δούλεψε μεν σκληρά καταφέρνοντας να βελτιώσει την ποιότητα των κρασιών της περιοχής, χωρίς ωστόσο να είναι ο πρώτος που εφηύρε το αφρώδες κρασί ή την σαμπάνια. Εξάλλου, ήδη από το 1622 είχε εφευρεθεί η δεύτερη αλκοολική ζύμωση που οφειλόταν στην προσθήκη ζάχαρης και η οποία είναι αυτή που συντελεί στη δημιουργία του αφρού, των γνωστών σε όλους μας φυσαλίδων της σαμπάνιας.
Ο Dom Pérignon ήταν ο άνθρωπος που μελέτησε και συστηματοποίησε τη διαδικασία αυτή, δημιουργώντας την πρώτη σαμπάνια στις 4 Αυγούστου 1693. Επιπλέον, καθιέρωσε την επιλογή ποικιλιών σταφυλιών και ανάμειξης κρασιών από διάφορους παραγωγούς, σε κανόνες που, με μικρές παραλλαγές, συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι και σήμερα. Παρότι ήταν τυφλός ήταν σε θέση, μόνο από τη γεύση του σταφυλιού, να μαντέψει τον αμπελώνα προέλευσης του. Βοήθησε έτσι στην τυποποίηση των μεθόδων παραγωγής για την αποφυγή των εκρήξεων (ο μη ακριβής έλεγχος της θερμοκρασίας μπορούσε να οδηγήσει στο να συνεχίζεται η ζύμωση μετά την εμφιάλωση, με αποτέλεσμα πολλές φορές να εκρήγνυνται τα μπουκάλια), και πρόσθεσε επίσης δύο χαρακτηριστικά ασφαλείας στα κρασιά του: παχύτερα γυάλινα μπουκάλια που άντεχαν περισσότερο την πίεση και ένα σχοινί ασφαλείας, που βοηθούσε στο να κρατιούνται οι φελλοί στη θέση τους. Όλα αυτά υιοθετήθηκαν επισήμως μόλις τον 19ο αιώνα.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν την προσφορά του, η εταιρεία Moët & Chandon η οποία και αγόρασε το μοναστήρι του Hautevillers, έδωσε το όνομα του στην καλύτερη και ακριβότερη σαμπάνια της ( Dom Pérignon).
Αν και νέα στοιχεία υποδηλώνουν ότι για πρώτη φορά αφρώδες κρασί κυκλοφόρησε στην Αγγλία αρκετές δεκαετίες προτού παραχθεί στη Γαλλία, η πρώτη παγκόσμια αναγνώριση ήρθε νωρίς, χάρη στην ταύτιση με τους Γάλλους βασιλείς και κατ’ επέκταση με όλους τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Πολύ γρήγορα οι εστεμμένοι φανατικοί οπαδοί του « ξανθού οίνου » ( όπως λέγεται ακόμα στην Καμπανία ) διέδωσαν το μήνυμα της σαμπάνιας σε όλους τους elite, διακεκριμένους και προνομιούχους κύκλους της Ευρώπης, και πολύ σύντομα η σαμπάνια ταυτίστηκε με την πολυτέλεια και την εξουσία. Ακριβώς για τον λόγο αυτό, το πιο διάσημο κρασί του κόσμου, αν και είναι ιδανικός τύπος κρασιού για συνοδεία φαγητού, θεωρήθηκε σχεδόν εξαρχής κρασί νίκης, θριάμβου, εορτασμού και πανηγυρισμού.
Η σαμπάνια που ξέρουμε και αγαπούμε δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Ήταν σαφώς γλυκιά, διότι το στιλ αυτό ήταν αγαπητό στις βασιλικές αυλές και στους αριστοκρατικούς κύκλους και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, έως το 1876, μέχρι να παρουσιαστεί η ξηρή σαμπάνια τύπου Brut και πολύ περισσότερα μέχρι η απόλαυση αυτού του τύπου να καθιερωθεί οριστικά.
Πώς παρασκευάζεται η σαμπάνια;
Οι αφρώδεις οίνοι μπορεί να φτιαχτούν με διάφορους τρόπους, η παραδοσιακή όμως σαμπάνια προέρχεται μέσα από μία διαδικασία που ονομάζεται « méthode Champenoise » . Η ζωή της σαμπάνιας ξεκινά όπως κάθε άλλου κρασιού.Γίνεται δηλαδή ο τρύγος, συλλέγονται τα σταφύλια από τα αμπέλια, ενώ στη συνέχεια πιέζονται και πραγματοποιείται η πρώτη ζύμωση. Γίνεται στη συνέχεια η εμφιάλωση και ακολουθεί η δεύτερη ζύμωση μέσα στο μπουκάλι αυτή τη φορά, ενώ στη φάση αυτή δημιουργούνται και οι φυσαλίδες. Δημιουργούνται οι οινολάσπες και τα μπουκάλια στη συνέχεια αποθηκεύονται σε οριζόντια θέση, έτσι ώστε να «ωριμάσουν μέσα στην «οινολάσπη» για περίπου 15 μήνες ή και παραπάνω.
Μετά από αυτό το στάδιο, οι οινοπαραγωγοί αναποδογυρίζουν τα μπουκάλια, έτσι ώστε οι οινολάσπες να καθίσουν στον πάτο. Στη συνέχεια, τα μπουκάλια ανοίγονται για να αφαιρεθεί η μαγιά και να προστεθεί λίγη ζάχαρη, η οποία ανάλογα με τη δοσολογία της καθορίζει τη γλυκύτητα της σαμπάνιας και μπαίνουν οι φελλοί.
Ας τα δούμε όμως όλα αυτά πιο αναλυτικά :
Τρεις μόλις είναι οι ποικιλίες σταφυλιού που συμμετέχουν στην παραγωγή σαμπάνιας: το λευκό Chardonnay και τα ερυθρά Pinot Noir και Pinot Meunier. Χρησιμοποιούνται το καθένα για τη δική του συμβολή στη διαμόρφωση του τελικού αρωματικού και γευστικού προφίλ του προϊόντος που θα εμφιαλωθεί. Να σημειώσουμε εδώ ότι λόγω της γεωγραφικής θέσης της περιοχής και το κλίματος που επικρατεί εκεί, τα σταφύλια έχουν την κατάλληλη οξύτητα για την παραγωγή αφρώδους οίνου. Επιπλέον, το πορώδες έδαφος της περιοχής –αποτέλεσμα μεγάλων σεισμών πριν από εκατομμύρια χρόνια- βοηθά στην καλή αποστράγγιση.
Όσο όμως είναι σχετικά απλή η χρήση των ποικιλιών σταφυλιού και μικρός ο αριθμός τους, άλλο τόσο περίπλοκος είναι ο τρόπος που φτιάχνεται η σαμπάνια. Ο τρόπος είναι περίπλοκος τόσο επειδή το σαφώς μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης σαμπάνιας είναι κρασί ανάμειξης, όσο και διότι η διαδικασία της οινοποίησης και της ωρίμανσης είναι κι αυτή πολύπλοκη. Στην παραγωγή της σαμπάνιας δεν συμμετέχουν απλώς οι τρεις ποικιλίες σταφυλιού: συμμετέχουν σταφύλια αφενός από διαφορετικές περιφέρειες, μια και η καθεμιά συμβάλλει με τα δικά της χαρακτηριστικά, αφετέρου από αξιολογημένα ως Grand και Premier Cru (μπορεί και στην ίδια περιφέρεια ή χωριό) αμπελοτόπια με το δικό του ποιοτικό δυναμικό το καθένα. Κι ακόμα επειδή το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σαμπάνιας είναι Σαμπάνια Brut μη χρονολογημένη που δεν εκφράζει την τυπικότητα κάποιας περιοχής ή κάποιου terroir, αλλά μόνο το house style κάθε οίκου παραγωγής, στο blend συμμετέχουν κρασιά από διαφορετικές χρονιές.
Στη διαδικασία της οινοποίησης υπάρχουν τα παρακάτω στάδια: Γίνεται καταρχήν η αλκοολική ζύμωση των «κρασιών βάσης» που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα για να σχηματιστεί ο αφρός, για να ωριμάσει το τελικό προϊόν/σαμπάνια και τελικά –μετά από μερικά χρόνια– να διαμορφωθεί το οριστικό blend. Μετά την εμφιάλωση των «ήσυχων» κρασιών βάσης, εισάγεται σε μία τις φιάλες μαγιά και υγρό διάλυμα ζάχαρης, ώστε να γίνει μέσα στη φιάλη η δεύτερη ζύμωση και να σχηματιστεί ο αφρός. Αφού τελειώσει κι αυτή η διαδικασία, οι φιάλες ησυχάζουν σε ειδικά αναλόγια για να κατακαθίσουν οι ζύμες που θα πρέπει –όταν είναι οριστικά έτοιμο το τελικό προϊόν– να αφαιρεθούν και να προστεθεί το τελικό «λικέρ αποστολής» (σακχαρούχο σιρόπι δημιουργημένο με οινόπνευμα). Θα χρειαστεί λίγος ακόμα χρόνος μέχρι να ενσωματωθεί το «λικέρ αποστολής» στο κρασί και τότε η σαμπάνια είναι απολύτως έτοιμη !
Μαζί με το σαφώς μεγαλύτερο μέρος της συνολικής παραγωγής να είναι μη χρονολογημένη Σαμπάνια Brut, κάθε οίκος (ιδιωτικός ή συνεταιριστικός) διαθέτει σε πολύ μικρότερα ποσοστά και τις specialités του. Αυτές είναι είτε χρονολογημένη σαμπάνια (όταν η χρονιά είναι πολύ καλή) από πολλά αμπελοτόπια της ίδιας εσοδείας, είτε αχρονολόγητες «Cuvée de Prestige» (από τα καλύτερα αμπελοτόπια που υπάρχουν και από τις καλύτερες χρονιές), είτε «Blanc de Blancs» μόνο από Chardonnay, ή «Blanc de Noirs» μόνο από Pinot Noir, είτε σαμπάνιες (χρονολογημένες ή όχι) από συγκεκριμένα αμπελοτόπια (Clos du Mesnil, Clos de Goisses).Υπάρχει, τέλος, και το φαινόμενο των ελάχιστων σε αριθμό και πολύ μικρού μεγέθους παραγωγών, οι οποίοι παράγουν σαμπάνια με τη λογική του Bordeaux και της Βουργουνδίας: μόνο από ένα συγκεκριμένο αμπελοτόπι και μόνο χρονολογημένη, ώστε να εκφράζει ανά εσοδεία την πραγματικότητα του terroir. Η δε ροζέ σαμπάνια είναι ο μόνος τύπος ροζέ κρασιού στον κόσμο που φτιάχνεται από ανάμειξη λευκού και κόκκινου κρασιού.
To savoir – faire της σαμπάνιας...
Όσο πιο εκλεκτός είναι ο τύπος της σαμπάνιας που σερβίρεται (είτε φαγητού, είτε aperitif), τόσο πιο αυστηρό πρέπει να είναι και το τελετουργικό απόλαυσής της. Εννοείται ότι η σαμπάνια πρέπει πάντα να σερβίρεται αποκλειστικά στα μακρόστενα ποτήρια που λέγονται flûtes και δε γεμίζονται παρά μόνον –το πολύ– μέχρι τη μέση, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε τον αφρό, τις φυσαλίδες και το άρωμα του κρασιού. Πέρα από τις «συνηθισμένες» πλέον περιπτώσεις όπου η σαμπάνια σερβίρεται για να εορταστεί ένα ευτυχές γεγονός ή μία επιτυχία και κατά τις οποίες χρησιμοποιούμε μόνο αχρονολόγητη σαμπάνια Brut χωρίς καμία συνοδεία, στις καλές σαμπάνιες aperitif προσφέρουμε ελαφρά καναπεδάκια και ό,τι πιο αραχνοΰφαντο finger food μπορούμε να σκεφτούμε, ποτέ όμως βαριά μεζεδάκια. Τέλος, τις πολύ σοβαρές και εκλεκτές σαμπάνιες (χρονολογημένες, ροζέ, Cuvées de Prestige, από συγκεκριμένα αμπελοτόπια), τις χρησιμοποιούμε στο τραπέζι. Υπάρχουν τόσα πολλά στιλ, φυσιογνωμίες και τύποι σαμπάνιας, ώστε υπάρχει πάντα μία για κάθε τύπο και είδος πιάτου.
Σαμπάνια η περιζήτητη...
Η σαμπάνια διαδίδεται συστηματικά από το 1728, χρονιά κατά την οποία ο Λουδοβίκος ο 15ος, λίγα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, επέτρεψε την εξαγωγή της στο εξωτερικό. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε και το πρόβλημα της μεταφοράς της σε μπουκάλια, καθώς τα μπουκάλια της εποχής εκείνης δεν άντεχαν την πίεση του αφρώδους οίνου με αποτέλεσμα να σπάνε κατά τη μεταφορά. Τον 19ο αιώνα το πρόβλημα λύθηκε, όταν το 1813 ο Γερμανός Anton von Müller λάτρης της σαμπάνιας και υπεύθυνος στα κελάρια της μαντάμ Barbe-Nicole-Clickot-Ponsardin έφτιαξε έναν ειδικό φελλό που άντεχε στη μεταφορά!
Το αποτέλεσμα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν η κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών : από μερικές εκατοντάδες μπουκάλια το 1813, έφθασαν το 1845 τα 6,5 εκατομμύρια. Σήμερα παράγονται εκατομμύρια μπουκάλια και σύμφωνα με τους ειδικούς το 65% της παραγωγής καταναλώνεται την εορταστική περίοδο μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.
Παρά το υψηλό της κόστος, εξακολουθεί, στο πέρασμα των αιώνων να διατηρεί την ακαταμάχητη γοητεία της, να ευφραίνει τους πιο απαιτητικούς ουρανίσκους και να χαρίζει τις υπέροχες φυσαλίδες της σε κάθε εξαιρετική περίσταση.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι η κρίση δεν έχει καταφέρει να επηρεάσει τα πάντα. Υπάρχουν ακόμα προϊόντα τα οποία παρά τη γενικευμένη ύφεση διατηρούν το κόστος τους αμετάβλητο και δείχνουν να μην επηρεάζονται διόλου από τις εξωτερικές συγκυρίες. Η σαμπάνια ή το χαβιάρι, είναι δύο απτά τυπικά παραδείγματα.
Και αν αναρωτιέστε πως γίνεται αυτό, θα σας απαντήσουμε ότι για κάποιους τα ακριβά προϊόντα είναι σχεδόν πολύτιμα, καθώς κουβαλούν το δικό τους μύθο, τη δική τους ιστορία, ενώ παράλληλα περιβάλλονται με τη μυστηριώδη αίγλη του παρελθόντος. Το υψηλό τους κόστος είναι συνυφασμένο με την σπανιότητά τους, την πολυδάπανη και χρονοβόρα επεξεργασία τους, τον περιορισμένο χρόνο διάθεσής τους κλπ.
Έτσι και η σαμπάνια, ο αφρώδης οίνος της γιορτής και της χαράς, εξακολουθεί να παραμένει ακριβός, σχεδόν απλησίαστος για τους περισσότερους. Το υψηλό δε κόστος των αυθεντικών ποικιλιών σαμπάνιας, γέννησε απομιμήσεις και φθηνά υποκατάστατα, κάνοντας πολλές χώρες να προσπαθούν να μιμηθούν τις ακριβές φυσαλίδες της σαμπάνιας, δημιουργώντας φθηνότερους αφρώδεις οίνους οι οποίοι όμως δε συγκρίνονται ούτε με την πολυτέλεια αλλά ούτε και με την πραγματική γεύση της γνήσιας σαμπάνιας. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε το Prosecco, το φημισμένο αφρώδες κρασί της Ιταλίας, το γερμανικό Sekt ή το ισπανικό Cava, τα οποία είναι μερικά μόνο από τα φθηνά αφρώδη κρασιά που διοχετεύονται στην αγορά ως υποκατάστατα της σαμπάνιας.
Και οι πολύ καλές ελληνικές επιλογές...
Κλείνοντας, αν και οι γαλλικές επιλογές, όπως είναι φυσικό κρατούν τα σκήπτρα στην κατηγορία του αφρωδών οίνων, θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφερόμασταν στις εξαιρετικές ελληνικές σαμπάνιες που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις υπόλοιπες, καθώς η Ελλάδα έχει πλέον να παρουσιάσει πολύ καλές ετικέτες :
• Ela Gold 23K της Cair Ρόδος Α.Ε. Ένας πολυτελής φυσικός αφρώδης οίνος εκλεκτής ποιότητας με 23Κ φύλλα βρώσιμου χρυσού! Αποτελείται από σταφύλια των ποικιλιών Chardonnay και Αθήρι εσοδείας 2003, ειδικά επιλεγμένα από αμπελώνες της Ρόδου, ενώ εμφιαλώθηκε σε περιορισμένο αριθμό από την CAIR, τοπική εταιρεία με μεγάλη παράδοση στην οινοποιία.
• Amalia Brut από το Κτήμα Τσέλεπου. Από 100% μοσχοφίλερο, το αφρώδες αυτό διακρίνεται για τις λεπτές φυσαλίδες του και τα λεπτά αρώματα τριαντάφυλλου.
• Αμύνταιον Ροζέ demi sec του Συνεταιρισμού Αμυνταίου. Το μοναδικό ροζέ στην Ελλάδα που έχει κριθεί ΟΠΑΠ λόγω του υψομέτρου των αμπελώνων. Ζωηρό κερασί χρώμα και αρώματα φράουλας, βατόμουρου και καραμέλας.
• Cair Brut Rose 10 ans της Cair Ρόδος Α.Ε. Εξαιρετικό δείγμα ελληνικού αφρώδους από αθήρι και μανδηλαριά με κλασική οινοποίηση σαμπάνιας και ωρίμανση 10 ετών. Έχει όγκο, έντονη οξύτητα, ώριμα αρώματα κόκκινων φρούτων, σύκου και επίγευση αμύγδαλου και καφέ.
• Ζίτσα από τον Συνεταιρισμό Ιωαννίνων. Ένα ηπειρώτικο ημιαφρώδες από την ποικιλία Ντεμπίνα. Χρώμα ανοιχτό κίτρινο, φρέσκα αρώματα μήλου και λευκόσαρκων φρούτων, ελαφρύ και ευχάριστο.
• Κτήματος Εύχαρις. Αφρώδες ανοιχτόχρωμο με λεπτά αρώματα κίτρινων φρούτων και έντονο διοξείδιο του άνθρακα. Το Εύα ροζέ από αγιορείτικο κρασί με syrah έχει περισσότερα υπολειμματικά σάκχαρα και έντονα αρώματα.
• Ωδή Πανός από το Κτήμα Σπυρόπουλου. Κιτρινοπράσινο χρώμα και λεπτές φυσαλίδες για ένα φινετσάτο αφρώδες. Στη μύτη αρώματα ροδάκινου, άσπρων λουλουδιών, στο στόμα λεμονάτο με έντονο το διοξείδιο και βουτυράτη επίγευση.
• Floara di Munte από την εταιρία Κατώγι-Στροφιλιά. Αφρώδες από Ντεμπίνα, κρυστάλλινο, με κομψές φυσαλίδες και αρώματα λουλουδιών, λευκόσαρκων φρούτων και μπισκότου. Η ίδια εταιρία παράγει και το Bella Rossa, ένα αφρώδες από αγιορείτικο της Κορινθίας.
• Poème από την οινοποιία Γκλίναβος. Αφρώδες demi sec από Ντεμπίνα επιλεγμένη από ορεινούς αμπελώνες με χαμηλή στρεμματική απόδοση. Ζωηρό και φινετσάτο με λεπτά αρώματα λεμονανθών.
• Deus από την Cavino A.E. Ένα ημιαφρώδες κρασί, απαλό κίτρινο χρώμα, αρώματα βερίκοκου, εσπεριδοειδών, απαλή γλύκα στο στόμα και φρουτώδης επίγευση.
Ό,τι και αν επιλέξετε, τώρα ξέρετε ότι, όταν αγοράζουμε μία αυθεντική σαμπάνια, φθηνότερη ή ακριβότερη, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός, δεν αγοράζουμε μια συνηθισμένη φιάλη αφρώδους οίνου, αλλά ουσιαστικά επενδύουμε στην ιστορία. Και αυτό είναι που έχει σημασία.